- ἀμφιβληστροειδοῦς
- ἀμφιβληστροειδήςnet-likemasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερυθροψίνη — Η πορφύρα του αμφιβληστροειδούς του ματιού. Η ε. έχει μεγάλη σημασία για την αντίληψη των φωτεινών ερεθισμάτων. Είναι μία από τις φωτοχημικές εκείνες ουσίες, που οι μεταβολές τους προκαλούν την εντύπωση του φωτός ή του χρώματος. Η ε. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
αμφιβληστροειδοπάθεια — η Ιατρ. μη φλεγμονώδης, εκφυλιστική νόσος τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα τού ματιού, υπό τη στενότερη έννοια, χρησιμοποιείται συχνά ως όρος που περιλαμβάνει κάθε πάθηση τού αμφιβληστροειδούς, χωρίς διάκριση από την αμφιβληστροειδίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
τύφλωση — (Ιατρ.). Απουσία των οπτικών αντιλήψεων ή γενικότερα βαριά ανεπάρκεια αυτών, τέτοια που να εμποδίζει την εκτέλεση έργων για τα οποία η όραση είναι απαραίτητη. Η τ. μπορεί να είναι ολική ή μερική και να οφείλεται σε έλλειψη, σε συγγενή ανωμαλία ή… … Dictionary of Greek
άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… … Dictionary of Greek
αμφιβληστροειδίτιδα — η Ιατρ. φλεγμονή τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα τού ματιού, στον οποίο, επειδή δεν διαθέτει αγγεία, παράγεται από επέκταση από τους πάσχοντες γειτονικούς ιστούς, όπως τον χοριοειδή χιτώνα (χοριοαμφιβληστροειδίτιδα), τη θηλή τού οπτικού νεύρου… … Dictionary of Greek
αμφιβληστροειδοβλάστωμα — το Ιατρ. χαρακτηριστικός κακοήθης όγκος τού αμφιβληστροειδούς στα πολύ μικρά παιδιά και τα βρέφη, που μεταβιβάζεται κληρονομικά, συχνά αμφοτερόπλευρος. Πολλές φορές εκδηλώνεται με λευκοκορία (η κόρη τού ματιού δεν έχει χρώμα μαύρο αλλά λευκό).… … Dictionary of Greek